- Διεθνές Δικαστήριο
- Ένα από τα κύρια όργανα που ίδρυσε ο ΟΗΕ για να προωθείται ο ειρηνικός διακανονισμός των διαφορών που ανακύπτουν ανάμεσα στα κράτη-μέλη του καθώς και ανάμεσα σε ιδιώτες και κράτη. Η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου θεσμού εμφανίστηκε από παλιά, αλλά η συνειδητοποίησή της χρονολογείται μόλις από τα τέλη του 19ου αι. Οι πρώτες προσπάθειες καταβλήθηκαν στις δύο συνδιασκέψεις της Χάγης (1899 και 1907), όπου συζητήθηκε η ιδέα και εκδηλώθηκε η θέληση να δημιουργηθεί ένα μόνιμο Διεθνές Δικαστήριο Διαιτησίας (Cour Permanente d’ Arbitrage). Όμως δεν αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας ούτε της μόνιμης εγκατάστασης του δικαστηρίου, ενώ οι διεθνείς διαφορές επικράτησε να υποβάλλονται σε εκούσια περιστασιακή διαιτησία. Έτσι, οι συζητήσεις εκείνες απλώς προετοίμασαν το έδαφος για να υλοποιηθεί η ιδέα αργότερα (το 1921), οπότε η Κοινωνία των Εθνών με ειδική απόφασή της ίδρυσε το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης (Permanent Court of International Justice). Το δικαστήριο αυτό λειτούργησε σε μόνιμη βάση και με υποχρεωτική δικαιοδοσία, έως ότου αντικαταστάθηκε (μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο) από το Δ.Δ. του OHE. Σε αυτό μπορούν να προσφεύγουν όχι μόνο τα κράτη-μέλη του οργανισμού (που άλλωστε υπάγονται αυτοδικαίως) αλλά και μη μέλη, αν αποδεχτούν το καταστατικό του και λάβουν την άδεια από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, η προσφυγή των διαδίκων στο Δ.Δ. παραμένει προαιρετική. Επιπλέον, η αρμοδιότητα του Δ.Δ. δεν είναι αποκλειστική, γιατί τα μέλη μπορούν να υποβάλλουν τις διαφορές τους και σε άλλα διεθνή δικαστήρια που έχουν ιδρυθεί με επιμέρους συνθήκες.
Έδρα του Δ.Δ. είναι η Χάγη. Οι αποφάσεις του είναι υποχρεωτικές για τα κράτη-μέλη που προσφεύγουν σε αυτό. Η πρακτική εφαρμογή τους όμως είναι προβληματική. Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης, η υπόθεση παραπέμπεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο αποφασίζει για τα μέτρα που πρέπει και μπορούν να ληφθούν. Το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί επίσης να παραπέμπει στο Δ.Δ. κάθε είδους νομική διαφορά. Στο άρθρο όμως 36 του καταστατικού του Δ.Δ. υπάρχει ρήτρα, σύμφωνα με την οποία για ορισμένες υποθέσεις όπως είναι: 1) η ερμηνεία διεθνούς συνθήκης, 2) οποιοδήποτε ζήτημα διεθνούς δικαίου, 3) ύπαρξη γεγονότων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν παράβαση διεθνών υποχρεώσεων και 4) η φύση και η έκταση της αποζημίωσης που προβλέπεται για τέτοιες παραβάσεις, τα μέλη μπορούν, με δήλωσή τους, να υπαχθούν αποκλειστικά στο Δ.Δ. του ΟΗΕ. Το Δ.Δ., εκτός από τη δικαιοδοτική, έχει και γνωμοδοτική αρμοδιότητα για τα διάφορα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν. Η αρμοδιότητα αυτή είναι δυνητική και δικαίωμα να ζητήσουν την άσκησή της έχουν η Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας. Για τέτοιες γνωμοδοτήσεις τα όργανα του OHE απευθύνονται και σε άλλες ειδικότερες επιτροπές του Οργανισμού όπως το Συμβούλιο Κηδεμονιών, το Οικουμενικό και Κοινωνικό Συμβούλιο, η Επιτροπή Εξουσιοδοτήσεων κλπ. Ουσιαστική παρέμβαση άσκησε το Δ.Δ. με τη γνωμοδότησή του στις 11 Ιουλίου 1950, για το διεθνές καθεστώς της Ναμίμπια (νοτιοδυτικής Αφρικής).
Το Δ.Δ. απαρτίζεται από 15 δικαστές που εκλέγονται με ψηφοφορία από τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας σε χωριστές συνεδριάσεις. Καταβάλλεται προσπάθεια έτσι ώστε η σύνθεση του Δ.Δ. να είναι αντιπροσωπευτική των διαφόρων κρατών και νομικών συστημάτων. Ως προσόντα θεωρούνται οι ικανότητες των υποψήφιων δικαστών και όχι η εθνικότητα ή η διπλωματική σπουδαιότητα της χώρας τους. Ωστόσο, τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας φροντίζουν να έχουν αντιπρόσωπό τους στα μέλη του Δ.Δ. Απαγορεύεται η εκλογή δύο μελών της ίδιας εθνικότητας. Η θητεία των δικαστών είναι 9ετής και η απασχόλησή τους είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι στη διάρκεια αυτή δεν μπορούν να ασκούν και άλλο επάγγελμα. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόσωπο της εθνικότητας των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων για μία συγκεκριμένη υπόθεση κρατών, μπορεί να ζητηθεί ο διορισμός του αρμόδιου προσώπου για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Το Δ.Δ. έχει απαρτία όταν συμμετέχουν τουλάχιστον τα εννέα μέλη του. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προέδρου. Επίσημες γλώσσες για τη συζήτηση και τη διατύπωση των αποφάσεων, έχουν οριστεί η γαλλική και η αγγλική. Ως αποδεικτικό μέσο χρησιμοποιείται το κάθε στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει στην πληρέστερη διαφώτιση του δικαστηρίου. Ως βασικότερο έχουν θεωρηθεί οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες.
Ως πηγές του δικαίου που εφαρμόζει το Δ.Δ., αναφέρονται: 1) νομικοί κανόνες που καθορίζονται ως αναγνωρισμένοι από τα διάδικα μέρη σε διεθνείς συμβάσεις, 2) κοινώς αναγνωρισμένα διεθνή έθιμα, αν προκύπτει η αποδοχή τους από τους διαδίκους, 3) γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, 4) οι αρχές της καλής πίστης αν συμφωνούν οι διάδικοι και 5) η διεθνής νομική πρακτική, στον βαθμό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βοηθητική πηγή για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το καταστατικό του Δ.Δ. ρυθμίζει κατά τα λοιπά τις λεπτομέρειες οργάνωσης και συγκρότησής του, τις αρμοδιότητες, τη διαδικασία καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση των μελών του.
Οι δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με τον εισαγγελέα το 1995, λίγο πριν αρχίσουν τη δίκη για τη γενοκτονία στη Ρουάντα.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Dictionary of Greek. 2013.